- καταστυγώ
- καταστυγῶ, -έω (AM)1. αισθάνομαι φρίκη, κατατρομάζω, φρίττω2. μισώ κάτι πάρα πολύ, βδελύσσομαι, αποστρέφομαι3. (αόρ. α') κατέστυξα(μτβ.) φόβισα κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + στυγῶ «μισώ, βδελύσσομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.